- ἀναιδέστερος
- ἀναιδήςshamelessmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύντερος — κύντερος, έρα, ον (Α) 1. αναιδέστερος, θρασύτερος («ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο», Ομ. Ιλ.) 2. τρομερότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. τερος] … Dictionary of Greek
ԺՏԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0840 Chronological Sequence: Early classical ա. ἁναιδέστερος impudentior. որ է կարի ժիտ. որ յոյժ ժտի, այսինքն յանդգնի իբրեւ անամօթ. յանդգնագոյն. լրբագոյն. *Չիք ինչ, ասեն, ժտագոյն քան զաղքատն. Ոսկ. մ. ՟Բ. 10 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)